Η οικονομική ανάπτυξη στην Ευρώπη εξαρτάται από την ανάκαμψη της κατανάλωσης των νοικοκυριών. Και αυτό, με τη σειρά του, απαιτεί μια επανεξέταση της ισορροπίας μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 30 ετών, η αύξηση των μισθών έχει μείνει πίσω από την παραγωγικότητα σε όλο τον βιομηχανικό κόσμο, που οδηγεί σε μια απότομη πτώση σε μισθούς, ημερομίσθια και λοιπές παροχές των εργαζομένων ως ποσοστό του ΑΕΠ
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 30 ετών, η αύξηση των μισθών έχει μείνει πίσω από την παραγωγικότητα σε όλο τον βιομηχανικό κόσμο, που οδηγεί σε μια απότομη πτώση σε μισθούς, ημερομίσθια και λοιπές παροχές των εργαζομένων ως ποσοστό του ΑΕΠ
Στρατηγική της Ευρώπης για την αντιμετώπιση της κρίσης της ζώνης του ευρώ έχει επιδεινώσει τις τάσεις αυτές και ως εκ τούτου είναι ένα επιπλέον εμπόδιο για την οικονομική ανάκαμψη. Οι ευρωπαϊκές χώρες βασίζονται σε δύο πράγματα για την τόνωση των επενδύσεων και της απασχόλησης:
Πρώτον, προσπαθούν να μειώσουν το κόστος εργασίας, κάνωντας το επιχειρηματικό περιβάλλον πιο ελκυστικό με την αλλαγή του φορολογικού βάρους από τον επιχειρηματικό τομέα στον καταναλωτή, με την προώθηση των μεταρρυθμίσεων εργασίας με στόχο τη μείωση της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων και περιορισμό των κοινωνικών δικαιωμάτων και της ανακατονομής εισοδημάτων. Δεύτερον, προσπαθούν να ενισχύσουν την επιχειρηματική εμπιστοσύνη με την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών.
Μια τέτοια στρατηγική θα μπορούσε να έχει νόημα για τις επιμέρους χώρες, εφ 'όσον μπορούν να βασίζονται στις εξαγωγές, αλλά όχι για την ευρωπαϊκή οικονομία στο σύνολό της. Η στρατηγική υπόσχεται να επιδεινώσει περαιτέρω το βασικό πρόβλημα της Ευρώπης - μια δομική ανεπάρκεια της ζήτησης - με την άσκηση περαιτέρω μείωσης του εισοδήματος εργασίας και με περαιτέρω αύξηση της ανισότητας.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για την ανάγκη μεταρρυθμίσεων, με στόχο την αύξηση του ανταγωνισμού και ανοίγματος του δρόμου για την υιοθέτηση των νέων τεχνολογιών. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις πρέπει να συνδυάζουν τις μεταρυθμίσεις της αγοράς με μέτρα που αποσκοπούν στην πρόληψη της περαιτέρω μείωσης του μεριδίου της πίτας από την εργασίας.Με τα νοικοκυριά πλέον υπερχρεωμένα σε όλο τον βιομηχανικό κόσμο, μια διατηρήσιμη ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης θα απαιτήσει αύξηση του μεριδίου του εθνικού εισοδήματος που αντιστοιχεί στους μισθούς και τα ημερομίσθια.
Υπάρχουν διάφορα πράγματα που μπορούν να κάνουν οι κυβερνήσεις. Αλλά κάποια από αυτά απαιτούν να αμφισβητήσουν την βαθιά ριζομένες πεποιθήσεις/ υποθέσεις, να συνεργαστούν στενότερα και να αποστασιοποιηθούν από τις απαιτήσεις των επιχειρήσεων.
• Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι η αύξηση του επιπέδου των δεξιοτήτων μπορούν να καταπολεμήσουν την ανισότητα, και οι κυβερνήσεις θα πρέπει σίγουρα να διπλασιάσουν τις προσπάθειές τους, ώστε να μειώθει ο αριθμός των ατόμων που εγκαταλείπουν πρόωρα το σχολείο. Αλλά ακόμη και οι χώρες που έχουν καλά εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό έχουν βιώσει απότομη πτώση του μεριδίου της εργασίας και την αύξηση της ανισότητας.
•Οι αποδοχές των διευθυντικών στελεχών πρέπει να συνδέονται με τη μακροπρόθεσμη απόδοση, και όχι μόνο για την τιμή της μετοχής. Καθήκον των στελέχη »θα πρέπει να είναι με την εταιρεία, τη μακροπρόθεσμη (οικονομική) υγεία της και εκείνων που εργάζονται για αυτήν. Αυτό θα ενθαρρύνει μια μεγαλύτερη έμφαση στη μακροπρόθεσμη οργανική ανάπτυξη (σε αντίθεση με την επέκταση μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων) και θα μειώσει την υπερβολική έμφαση στη μείωση του κόστους εργασίας. Η σχέση μεταξύ κινδύνου και ανταμοιβής πρέπει να ξαναχτιστεί από τη μείωση των αποδοχών των διοικητικών στελεχών.
• Τα φορολογικά συστήματα θα πρέπει να έχουν στόχο τη δικαιότερη κατανομή του πλούτου. Η έχοντες πρέπει να πληρώσουν περισσότερο φόρο σε αντίθεση με εκείνους με χαμηλότερα εισοδήματα θα πρέπει να πληρώνουν λιγότερα. Παράλληλα, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αλλάξουν το βάρος της φορολογίας από την κατανάλωση στο κεφάλαιο με τη μείωση των φόρων προστιθέμενης αξίας και την αύξηση των φόρων επί του κεφαλαίου και του πλούτου.
Δεν υπάρχει καμία εμπειρική απόδειξη ότι αυτό θα πλήξει τις επενδύσεις και τα κίνητρα για εργασία.
Σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει πολιτικές φορολογικού ανταγωνισμού (beggar-thy-neighbour*), η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να κινηθεί για την εναρμόνιση των εταιρικών φορολογικών βάσεων και τιμές.
• Οι χώρες πρέπει να τερματίσουν την εμμονή τους με την ανταγωνιστικότητα. Η ανταγωνιστηκότητα είναι η σχετική. Τα κράτη δεν μπορούν να επιστρέψουν όλα στην ανάπτυξη με το να έχουν ανταγωνιστική σχέση μεταξύ τους. Οι πολιτικές που χρησιμοποιούνται για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας απειλούν την περαιτέρω μείωση του μεριδίου της εργασίας και την αύξηση της ανισότητας.
Αντί της ανταγωνιστικότητας, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα πρέπει να επικεντρωθούν στην ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης. Αυτό θα απαιτήσει επεκτατικές μακροοικονομικές πολιτικές. Η νομισματική πολιτική θα πρέπει να χαλαρώσει περαιτέρω, και η Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της πρέπει να δώσει ένα τέλος στη δημοσιονομική λιτότητα.
• Τέλος, οι κυβερνήσεις πρέπει να υιοθετήσουν μια πιο δύσπιστη στάση όταν έρχονται αντιμέτωποι με την άσκηση πίεσης από τις επιχείρησεις. Αυτό που θα μπορούσε να λειτουργήσει για μεμονωμένες επιχειρήσεις είναι, στην καλύτερη περίπτωση αποτέλεσμα μηδενικού αθροίσματος όταν εγκριθεί από τα κράτη.
Από την πλευρά τους, οι ηγέτες των χρηματοοικονομικών και των επιχειρήσιακών οργανισμών πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η αμοιβή τους αποτελεί εμπόδιο για τις μεταρυθμίσεις των αγορών, που οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι χρειάζονται για την ενίσχυση των οικονομικών επιδόσεων.
Τι θα συμβεί εάν οι κυβερνήσεις αποτύγχουν να αλλάξουν πορεία; Η οικονομική ανάκαμψη θα αποδειχθεί απατηλή και τα δημόσια οικονομικά θα παραμείνουν χρονίως ασθενή. Αυτό θα επιδεινώσει τα προβλήματα νομιμότητας των αγορών, θα αποδυναμώσουν την κοινωνική συνοχή και θα υπονομεύσουν την πολιτική αποτελεσματικότητα.
Οι ψηφοφόροι θα συνδέσουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις με τη μείωση του βιοτικού επιπέδου, την αυξημένη ανασφάλεια και ανισότητα. Δεν είναι μόνο οι κυβερνήσεις που θα δυσκολευτουν να περάσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, αλλά θα υπάρχει επίσης ο κίνδυνος μιας ευρύτερης αντίδρασης εναντίον της οικονομίας της αγοράς και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τα κυριάρχα πολιτικά κόμματα είναι πιθανό να χάσουν μεγάλο μέρος της αξιοπιστίας τους, και ο ευρωσκεπτικισμός είναι πιθανό να επικρατήσει καθως πιο λαϊκιστές πολιτικοί ανταποκρίνονται στην ευξανόμενη λαϊκή οργή από την ολοένα αυξανόμενη έχθρα προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η υποστήριξη για τον κρατικό έλεγχο επί του κεφαλαίου είναι πιθανό να αυξηθεί, καθώς οι απαιτήσεις για ισχυρότερες πολιτικές προστατευτισμού στο εμπόριο και τη μετανάστευση.
Αυτά είναι απίθανο να αποδειχθούν παροδικές τάσεις: Γεγονότα αυτού του είδους τείνουν να επηρεάζουν τη συμπεριφορά για δεκαετίες.
* Η φράση από την wikipedia: a beggar-thy-neighbour policy is an economic policy through which one country attempts to remedy its economic problems by means that tend to worsen the economic problems of other countries