Δύο άρθρα από τον ίδιο αρθρογράφο....ελλείψη ιδίας εμπνευσης
και ο νοών νοήτο
Γατες με Κράνη
Divide et regna ή divide ut regnes, και τα δύο σημαίνουν το ίδιο: διαίρει και βασίλευε ή για να κυβερνάς, δίχαζε. Η φράση αποδίδεται στον Μακιαβέλι, αλλά τη χρησιμοποιούσαν
κατά κόρον οι Ρωμαίοι στον καιρό τους. Μετά λόγου γνώσεως. Διότι αυτήν την πολιτική μετήρχοντο και για τα εξωτερικά τους και για τα εσωτερικά τους. Για παράδειγμα, ουδέποτε πολέμησαν Ελληνες οι Ρωμαίοι χωρίς Ελληνες συμμάχους. Κι έτσι
μέσα σε πενήντα χρόνια κατάπιαν ολόκληρο τον (θεωρητικώς κατά πολύ υπέρτερο) ελληνιστικό κόσμο, συν την Καρχηδόνα, αφήνοντας τα απομεινάρια για ενσωμάτωση αργότερα, είτε μέσω συμμάχων, είτε μέσω μικρότερης κλίμακας πολεμικών επιχειρήσεων.
Οσο για το populum Romanum, το είχαν οι άρχοντές του διαρκώς στο χέρι μέσω του προσεταιρισμού (πελάτες - η κυριολεξία του όρου: η προσάρτηση των λιγότερο ισχυρών στους ισχυρότερους), του εκμαυλισμού και, κυρίως, της διαίρεσης.
Η ίδια πολιτική τού διαιρεί και βασίλευε εφαρμόζεται από όλες τις εξουσίες των Δυνατών έως τις μέρες μας, ανεξαρτήτως μορφής του πολιτεύματος. Μάλιστα
στις δημοκρατίες αυτή η πολιτική εναντίον του λαού είναι πιο αναγκαία, διότι ο λαός βρίσκεται πιο κοντά στα κέντρα λήψης των αποφάσεων απ’ ό,τι σε μια δικτατορία ή ολιγαρχία. Στις δημοκρατίες,
στις αστικές δημοκρατίες (αλλά και στις λαϊκές στην εκφυλισμένη τους μορφή) ούτε φόβος, ούτε η καταστολή αρκούν για να κρατούν τον λαό σε υποταγή, χωρίς τη διαίρεση και την προπαγάνδα.
Κι έτσι οι κυβερνήσεις «σκίζουν εγκαίρως τη γάτα». Καθ’ όλην τη διάρκεια της μεταπολίτευσης ζήσαμε τον μύθο των «συντεχνιών». Τα «ρετιρέ» του Παπανδρέου, του κ. Μητσοτάκη και του κ. Σημίτη, οι «τεμπέληδες» και οι «διεφθαρμένοι» των κ.κ. Καραμανλή, Παπανδρέου, Σαμαρά, αναλόγως πάντα
του «κλίματος» που κάθε φορά διαμόρφωναν τα φερέφωνα της προπαγάνδας. Ούτω πώς, δεν υπήρξε κλάδος που να μην εγδάρη. Ο καθείς μόνος του κι όταν ερχόταν η ώρα του. Να απαριθμήσω τους κλάδους, δεν έχει νόημα. Διότι δεν υπήρξε επιτήδευμα που να μη συκοφαντήθηκε,
ώσπου η εξίσωση όλων προς τα κάτω να φθάσει στην κατάντια που μας χαρακτηρίζει σήμερα άπαντες - πλην Συβαριτών και Κλαζομενίων.
Οταν έγδερναν τους δημοσίους υπαλλήλους, πλήθος εκ των ιδιωτικών δεν καταλάβαιναν (όταν δεν επικροτούσαν) ότι θα έρθει η σειρά τους. Σήμερα ο ιδιωτικός τομέας έχει αποψιλωθεί, δουλεύουν πλέον (δουλείαν πικρή) οι μισοί στα μισά λεφτά. Οσο για τους δημόσιους, τους αποτελειώνουν μπροστά στα μάτια μας, όλους κι όχι μόνον του καθηγητές.
Το μαγικό σε αυτήν την υπόθεση είναι ότι παρά το γεγονός πως αυτή η ιστορία επαναλαμβάνεται 5.000 χρόνια τώρα (αλλά εμείς ας μείνουμε στα τελευταία 30), παρά το γεγονός ότι η συζήτηση για αυτό το φαινόμενο έχει κορεσθεί (τα τελευταία 2.000 χρόνια, αλλά εμείς ας μείνουμε στα τελευταία 30), υπάρχουν πάντα εκείνα τα ζωντόβολα
που θα πουν τα ίδια, μισάνθρωποι με την κατσίκα του γείτονα και κοντόθωροι με την ίδια τους την τύχη. Διότι κι αυτοί σφάζονται, «τελευταίοι» κατά την υπόσχεση του Πολύφημου.
Πλην όμως, αυτό είναι το πρόβλημα του λαού, διαθέτει στους κόλπους του το ικανό εκείνο μέγεθος ζωντόβολων που κάνει τον ίδιο αργοκίνητο, κι αφήνει τη δημοκρατία να γίνεται μια παρένδυση της ολιγαρχίας - ενίοτε, στα ζόρικα, και του φασισμού.
Αλλά, αν οι Δυνατοί παίζουν αυτό το παιγνίδι του διαίρει και βασίλευε, οι εργαζόμενοι τι κάνουν; Για να μείνουμε στα τελευταία τριάντα χρόνια, πότε ένας κλάδος κήρυξε απεργία, φέρ’ ειπείν οι οδηγοί μέσων μαζικής μεταφοράς, κι αμέσως κατέβηκε σε απεργία συμπαράστασης ένας άλλος κλάδος, φέρ’ ειπείν οι καθηγητές; Ή οι γιατροί; ή οι δημοσιογράφοι; ή ο οποιοσδήποτε;
Θα μου πείτε, τι σχέση έχουν οι οδηγοί λεωφορείων με τους καθηγητές ή τους δημοσιογράφους; Αυτό λένε και οι Δυνατοί! Καμιά! Απ’ όταν η Θάτσερ συνέτριψε τους ανθρακωρύχους,
οι απεργίες αλληλεγγύης, των καθαριστριών στους κλωστοϋφαντουργούς για παράδειγμα, άρχισαν να σπανίζουν, ώσπου να εξαφανισθούν εντελώς. Το «ένας για όλους και όλοι για έναν» ξέπεσε στο «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», με αποτέλεσμα να μη σώζεται κανείς!
Αλλά, αν όλα αυτά είναι τόσον οφθαλμοφανή, η εργατική τάξη, οι εργαζόμενοι γιατί κάνουν σαν να μην τα βλέπουν; Διότι έτσι φέρονται οι εκπρόσωποί τους. Και στα συνδικάτα και στα κόμματα.
Ούτε η ΓΣΕΕ, ούτε η ΑΔΕΔΥ, ούτε η μακαρίτισσα ΠΑΣΕΓΕΣ θέλησαν ή μπόρεσαν ποτέ να ενώσουν τους εργαζόμενους, να τονώσουν την αλληλεγγύη μεταξύ τους και να υπερβούν το απλοϊκό αλλά αποτελεσματικό διαίρει και βασίλευε των αντιπάλων τους. Κι έτσι, δεν αποδεικνύονται πάνσοφοι οι Δυνατοί, αλλά άσοφοι (ή ενεργούμενα των Δυνατών) οι «εργατοπατέρες» καθώς ορθά ονόμασε ο λαός εκείνους που ψωμίζονται από την εκπροσώπησή του, αντί να αγωνίζονται για το ψωμί του.
Τα ίδια (για να μείνουμε στα τελευταία τριάντα χρόνια) και με τις συνδικαλιστικές παρατάξεις. Περισσότερο σφάζονται μεταξύ τους, παρά με τον ταξικό τους αντίπαλο. Για να έρθουμε στο σήμερα: δεν
έχει μείνει τίποτα όρθιο απ’ τον πολιτισμό της εργασίας κι όμως ακόμα το ΠΑΜΕ φοβάται μη βγάλει ιλαρά, αν συγχρωτισθεί με τους «συμβιβασμένους» του ΣΥΡΙΖΑ και τους «οπορτουνιστές» της υπόλοιπης Αριστεράς. Αλλά έτσι οι πολιτικές διαφορές μεταξύ των κομμάτων της Αριστεράς γίνονται αυτοεκπληρούμενες προφητείες διάσπασης κι όχι ενότητας. Διάσπασης κατά το divide ut regnas των Δυνατών.
Ξέρω, έχει μεγάλο δίκιο το ΠΑΜΕ να μη συναγελάζεται με τους υπόλοιπους Αριστερούς, όπως επίσης έχουν μεγάλο δίκιο οι τελευταίοι να κατηγορούν το ΠΑΜΕ για σεχταρισμό. Κι έτσι πάμε όλοι
ως πρόβατα επί σφαγήν, το καθένα με το δίκιο του.
Με αποτέλεσμα να μην υπάρχει κλάδος άσφαχτος κι εργαζόμενος απείραχτος.
Από τους εργαζομένους, εκατόν πενήντα χρόνια τώρα, είτε αγωνίζονταν όλοι για το σοσιαλισμό, είτε μέρος τους, είτε καθόλου, καθιερώθηκαν κατακτήσεις που τώρα μνέσκουν νεκρές.
Το ερώτημα δεν είναι αν τις σκότωσε ο Μάριος ο Δημοκρατικός ή ο Σύλλας ο Αριστοκρατικός. Τις σκότωσαν και οι δύο το ίδιο. Αυτοί ξέρουν να ενώνονται -οι Δυνατοί- προ του κοινού κινδύνου εκ των πληβείων, καθώς και να εφαρμόζουν εναντίον τους το διαίρει και βασίλευε.
Απ’ την άλλη πλευρά, οι πληβείοι δυσκολεύονται. Επαναστατούν κάθε 150 χρόνια ή επιβάλλουν μεγάλες μεταρρυθμίσεις κάθε 100 χρόνια. Λογικόν. Ούτε τα κράτη έχουν στα χέρια τους, ούτε την προπαγάνδα που ασκούν οι κυρίαρχες ιδεολογίες. Ενα όπλο κυρίως έχουν, την ενότητά τους, κατά το γνωστόν εκείνο «προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε», αλλά συνήθως, του ενός εκπροσώπου των προλεταρίων του ξινίζει ο άλλος.
Και το άλας της γης μωραίνεται...
Εγώ το Τέρας
Ο καπιταλισμός είναι οι κρίσεις του. Η τρέχουσα κρίση (από το 2006 - 2008) δεν τον απορρύθμισε, αντιθέτως τον σταθεροποίησε. Και στη συνέχεια τον αποθηρίωσε.
Σε προηγούμενες κρίσεις, όπως του 1929 και έως το 1973, ο καπιταλισμός αντιδρούσε με ρυθμίσεις (New deal στις ΗΠΑ), παραχωρήσεις (κοινωνικό κράτος -πάντα σε καπιταλιστικό πλαίσιο- στην Ευρώπη) ακόμα και συμβιβασμούς (Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία, αντιναζιστική [εν τέλει] συμμαχία με την ΕΣΣΔ). Αντιμέτωπος με μια ζωντανή και κατά περιόδους ισχυρή Αριστερά στο εσωτερικό των αστικών κρατών, ο καπιταλισμός, αλλά και με αντίπαλο δέος την ΕΣΣΔ, ήταν υποχρεωμένος να ελίσσεται, να εφαρμόζει κεϋνσιανές συνταγές, να αυτοσυγκρατείται και να παραμένει λελογισμένα επιθετικός.
Πάντα όμως πολεμικός. Και κατά τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις (όπως ο προπολεμικός αμερικανοϊαπωνικός ανταγωνισμός) και κατά τις επιλογές (φασιστικό και ναζιστικό πείραμα).
Ο καπιταλισμός διαχειρίστηκε τα αποτελέσματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με τον ψυχρό πόλεμο και κατίσχυσε. Με την αντεπανάσταση του Ρηγκανοθατσερισμού να θριαμβεύει και την ΕΣΣΔ να καταρρέει, ο καπιταλισμός έμεινε μόνος, κυρίαρχος στ’ αλώνι να αλωνίζει - αυτό που ο Φουκοτέτοιος ονόμασε, πριν να το μετανιώσει, «τέλος της ιστορίας».
Επρόκειτο, στην πραγματικότητα, για το τέλος της εργασίας, κατά την έννοια της πολιτικής και του πολιτισμού που οι εργαζόμενοι άνθρωποι είχαν διεκδικήσει κι επιβάλει κατά τη διάρκεια του «Αιώνα των Ακρων», του φλογερού 20ού αιώνα.
Με την παγκοσμιοποίηση ως στρατηγική, τον νεοφιλελευθερισμό ως ιδεολογία και προπαγάνδα, ο καπιταλισμός μπορούσε τώρα να επιβάλει τη νέα τάξη (εκ νέου) παντού.
Στο εξής οι κρίσεις του θα είχαν μία ειδοποιό διαφορά ως προς όλες τις προηγούμενες: δεν υπήρχε πλέον η ΕΣΣΔ. Συνεπώς οι κρίσεις αντί να απορρυθμίζουν το σύστημα, θα μπορούσαν να το ενδυναμώνουν. Προς μια κατεύθυνση ακόμα πιο απάνθρωπη, αποτρόπαιη.
Προς τούτο, η εξουδετέρωση ή η ενσωμάτωση της Αριστεράς που απέμεινε (ή και επέμενε) να σέρνεται στα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη ήταν απαραίτητη (συχνά και αναπόδραστη). Με τη σοσιαλδημοκρατία να ρέπει (σχεδόν εγγενώς) προς αυτήν την κατεύθυνση και τα ριζοσπαστικά - ακτιβιστικά αριστερά σχήματα ή κινήματα να μη συνιστούν σοβαρό κίνδυνο για το σύστημα, η διάλυση και η αυτοδιάλυση των κομμουνιστικών κομμάτων ήταν η τελευταία πράξη του δράματος.
Τώρα ο καπιταλισμός σε ήσσονα προβλήματα μπορούσε να δείχνει ένα πρόσωπο φιλελεύθερο ακόμα και «αριστερό», στα μείζονα όμως το νεοφιλελεύθερο τέρας δεν άφησε τίποτα όρθιο. Απ’ τη δεκαετία του ’90 κι ύστερα περίσσεψαν ο πόλεμος, η διαρπαγή των πόρων και η αποβλάκωση των κοινωνιών.
Με την κρίση του 2008 (και ως σήμερα) έγινε φανερό ότι ο καπιταλισμός δεν μπορούσε να μας τα παίρνει με την πίστωση (τόκους από δάνεια, κάρτες κ.τ.λ.) κι έτσι επέστρεψε στις πηγές: να μας τα παίρνει απ’ την υπεραξία που παράγουμε. Προς τούτο έπρεπε να φθηνύνει η αμοιβή της εργασίας, ώστε τα περιθώρια κέρδους απ’ την υπεραξία να φθάσουν στο μάξιμουμ. Κι έτσι η χρηματοπιστωτική κρίση έγινε εργαλείο
για τη διαμόρφωση νέων εργασιακών σχέσεων: αυτών που ζούμε. Ταυτοχρόνως, όμως, ο καπιταλισμός διατήρησε προς «όφελος» της διεθνικής αστικής τάξης όλα εκείνα τα χρηματοπιστωτικά χαρακτηριστικά που τον οδήγησαν στην κρίση του. Εξακολουθεί να παράγει τοξικές δοσοληψίες του αέρα, φούσκες, ψευδή πλούτο, ενώ οι αστοί βρίσκονται πλέον σε ανειρήνευτο πόλεμο μεταξύ τους για τη νομή του πραγματικού πλούτου. Με εξασθενημένη την ταξική πάλη ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, ο πόλεμος ανάμεσα στους ίδιους τους αστούς έχει αποθηριωθεί, με αποτέλεσμα ο πραγματικός πόλεμος μεταξύ των εθνών να έρχεται όλο και πιο κοντά.
Εχουμε πλέον να κάνουμε με ένα τέρας! Τα χαρακτηριστικά του τα βλέπουμε πια παντού, από το Βερολίνο έως την Αθήνα και από τη Μόσχα έως το Πεκίνο και την Ουάσιγκτον. Η ομογενοποίηση των πολιτικών δυνάμεων. Η απονεύρωση (και η απονέκρωση) της δημοκρατίας. Ο κρατικός αυταρχισμός με την αποθέωση της καταστολής (συχνά στα όρια του εκφασισμού, ώσπου να τα υπερβούν κι αυτά). Η επιβολή της α-νόητης γλώσσας (των ευφημισμών) και της ενιαίας σκέψης (διά της προπαγάνδας). Η καθήλωση της τέχνης σε ακίνδυνο κι επιχορηγούμενο πετ. Η εξαγορά και η ενσωμάτωση των διανοουμένων. Αυτά είναι τα γνωρίσματα και τα έργα του τέρατος. Που πρόκειται να γιγαντωθεί κι άλλο, διότι πλέον το τέρας πιστεύει ότι είναι θεός.
Για αυτό το τέρας η καλβινιστική ύβρις που ακούει στο όνομα Μέρκελ και το αριστεροδεξιό υβρίδιο που ακούει στο όνομα Ενρίκο Λέττα είναι μπιχλιμπίδια
για να τα πασάρει στους ιθαγενείς και να τρώει τις χώρες τους. Και, συνεπώς, τους ίδιους.
Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, εμείς, τα θύματα του τέρατος, τι κάνουμε; Δύσκολον το ερώτημα. Κατ’ αρχήν (για να περιοριστούμε στα καθ’ ημάς ελληνικά) ας μην απορεί η Αριστερά με την αδράνεια του λαού, όσον δεν του προτείνει στόχους, στρατηγική και τακτική, που όχι μόνον να πείθουν τον λαό, αλλά προσέτι να τον ενθουσιάζουν (όπως έγινε σε ορισμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής). Προς τούτο, ούτε η διστακτικότητα που φαίνεται να κυριαρχεί τον ΣΥΡΙΖΑ έστω προσωρινώς, ούτε πολύ περισσότερο ο αναχωρητισμός (ιδιότυπα αριστοκρατικός) του ΚΚΕ βοηθάνε τον λαό. Στον μεν ΣΥΡΙΖΑ οι γόνιμες ωσμώσεις φαίνεται να ’χουν ανακοπεί και πάντως να μένουν ακόμα εκκρεμείς, το δε ΚΚΕ με έναν αλαζονικό διδακτισμό πλένει τα χέρια του για όσους αμαρτωλούς εκ του λαού δεν λένε να δουν το φως το αληθινό.
Ολα αυτά, αν είναι έτσι, επιβαρύνουν τις προοπτικές του λαού να σπάσει, κατ’ αρχήν σε αυτήν εδώ τη χώρα, την αλυσίδα των δεδομένων που παράγει εναντίον του το τέρας.
Διότι το τέρας κάθε μέρα που περνάει δυναμώνει, η διαδικασία προς έναν φασιστικό πλέον καπιταλισμό, με έναν τεχνολογικό «μεσαίωνα» να τον καθιστά όλο και πιο άπληκτον, ανοίγεται μπροστά μας απρόσκοπτη. Το πιο ισχυρό όπλο των Δυνατών σ’ αυτό το προτσές είναι η απογοήτευση των μαζών.
Μπορεί ένα 10% ή και 20% του λαού να μην «παραδέχεται την ήττα». Κι όντως, όσο δεν παραδέχεσαι την ήττα, η ελπίδα δεν χάνεται, ο πόλεμος συνεχίζεται. Κάποτε-κάποτε όμως
αυτό το 10% ή και 20% που δεν παραδέχεται την ήττα, πρέπει να βρίσκει και τον τρόπο της νίκης.
(Προσωπικώς είμαι «ιστορικά αισιόδοξος». Μάλιστα πιστεύω ότι αυτή μου η αίσθηση δεν είναι απλώς «ευσεβής πόθος», αλλά απότοκος λογικής. Ομως, το τι πιστεύει η ταπεινότης μου δεν έχει καμμία σημασία, σημασία έχει τι πιστεύει και τι μπορεί κάθε φορά να πιστεύει η πλειοψηφία του λαού. Αν δηλαδή η πολιτική βούληση όσων παράγουν τον πλούτο θα μπορέσει κάποια στιγμή να υπερισχύσει της βούλησης εκείνων που τον τρώνε. Των παράσιτων)...
και ο νοών νοήτο
Γατες με Κράνη
Divide et regna ή divide ut regnes, και τα δύο σημαίνουν το ίδιο: διαίρει και βασίλευε ή για να κυβερνάς, δίχαζε. Η φράση αποδίδεται στον Μακιαβέλι, αλλά τη χρησιμοποιούσαν
κατά κόρον οι Ρωμαίοι στον καιρό τους. Μετά λόγου γνώσεως. Διότι αυτήν την πολιτική μετήρχοντο και για τα εξωτερικά τους και για τα εσωτερικά τους. Για παράδειγμα, ουδέποτε πολέμησαν Ελληνες οι Ρωμαίοι χωρίς Ελληνες συμμάχους. Κι έτσι
μέσα σε πενήντα χρόνια κατάπιαν ολόκληρο τον (θεωρητικώς κατά πολύ υπέρτερο) ελληνιστικό κόσμο, συν την Καρχηδόνα, αφήνοντας τα απομεινάρια για ενσωμάτωση αργότερα, είτε μέσω συμμάχων, είτε μέσω μικρότερης κλίμακας πολεμικών επιχειρήσεων.
Οσο για το populum Romanum, το είχαν οι άρχοντές του διαρκώς στο χέρι μέσω του προσεταιρισμού (πελάτες - η κυριολεξία του όρου: η προσάρτηση των λιγότερο ισχυρών στους ισχυρότερους), του εκμαυλισμού και, κυρίως, της διαίρεσης.
Η ίδια πολιτική τού διαιρεί και βασίλευε εφαρμόζεται από όλες τις εξουσίες των Δυνατών έως τις μέρες μας, ανεξαρτήτως μορφής του πολιτεύματος. Μάλιστα
στις δημοκρατίες αυτή η πολιτική εναντίον του λαού είναι πιο αναγκαία, διότι ο λαός βρίσκεται πιο κοντά στα κέντρα λήψης των αποφάσεων απ’ ό,τι σε μια δικτατορία ή ολιγαρχία. Στις δημοκρατίες,
στις αστικές δημοκρατίες (αλλά και στις λαϊκές στην εκφυλισμένη τους μορφή) ούτε φόβος, ούτε η καταστολή αρκούν για να κρατούν τον λαό σε υποταγή, χωρίς τη διαίρεση και την προπαγάνδα.
Κι έτσι οι κυβερνήσεις «σκίζουν εγκαίρως τη γάτα». Καθ’ όλην τη διάρκεια της μεταπολίτευσης ζήσαμε τον μύθο των «συντεχνιών». Τα «ρετιρέ» του Παπανδρέου, του κ. Μητσοτάκη και του κ. Σημίτη, οι «τεμπέληδες» και οι «διεφθαρμένοι» των κ.κ. Καραμανλή, Παπανδρέου, Σαμαρά, αναλόγως πάντα
του «κλίματος» που κάθε φορά διαμόρφωναν τα φερέφωνα της προπαγάνδας. Ούτω πώς, δεν υπήρξε κλάδος που να μην εγδάρη. Ο καθείς μόνος του κι όταν ερχόταν η ώρα του. Να απαριθμήσω τους κλάδους, δεν έχει νόημα. Διότι δεν υπήρξε επιτήδευμα που να μη συκοφαντήθηκε,
ώσπου η εξίσωση όλων προς τα κάτω να φθάσει στην κατάντια που μας χαρακτηρίζει σήμερα άπαντες - πλην Συβαριτών και Κλαζομενίων.
Οταν έγδερναν τους δημοσίους υπαλλήλους, πλήθος εκ των ιδιωτικών δεν καταλάβαιναν (όταν δεν επικροτούσαν) ότι θα έρθει η σειρά τους. Σήμερα ο ιδιωτικός τομέας έχει αποψιλωθεί, δουλεύουν πλέον (δουλείαν πικρή) οι μισοί στα μισά λεφτά. Οσο για τους δημόσιους, τους αποτελειώνουν μπροστά στα μάτια μας, όλους κι όχι μόνον του καθηγητές.
Το μαγικό σε αυτήν την υπόθεση είναι ότι παρά το γεγονός πως αυτή η ιστορία επαναλαμβάνεται 5.000 χρόνια τώρα (αλλά εμείς ας μείνουμε στα τελευταία 30), παρά το γεγονός ότι η συζήτηση για αυτό το φαινόμενο έχει κορεσθεί (τα τελευταία 2.000 χρόνια, αλλά εμείς ας μείνουμε στα τελευταία 30), υπάρχουν πάντα εκείνα τα ζωντόβολα
που θα πουν τα ίδια, μισάνθρωποι με την κατσίκα του γείτονα και κοντόθωροι με την ίδια τους την τύχη. Διότι κι αυτοί σφάζονται, «τελευταίοι» κατά την υπόσχεση του Πολύφημου.
Πλην όμως, αυτό είναι το πρόβλημα του λαού, διαθέτει στους κόλπους του το ικανό εκείνο μέγεθος ζωντόβολων που κάνει τον ίδιο αργοκίνητο, κι αφήνει τη δημοκρατία να γίνεται μια παρένδυση της ολιγαρχίας - ενίοτε, στα ζόρικα, και του φασισμού.
Αλλά, αν οι Δυνατοί παίζουν αυτό το παιγνίδι του διαίρει και βασίλευε, οι εργαζόμενοι τι κάνουν; Για να μείνουμε στα τελευταία τριάντα χρόνια, πότε ένας κλάδος κήρυξε απεργία, φέρ’ ειπείν οι οδηγοί μέσων μαζικής μεταφοράς, κι αμέσως κατέβηκε σε απεργία συμπαράστασης ένας άλλος κλάδος, φέρ’ ειπείν οι καθηγητές; Ή οι γιατροί; ή οι δημοσιογράφοι; ή ο οποιοσδήποτε;
Θα μου πείτε, τι σχέση έχουν οι οδηγοί λεωφορείων με τους καθηγητές ή τους δημοσιογράφους; Αυτό λένε και οι Δυνατοί! Καμιά! Απ’ όταν η Θάτσερ συνέτριψε τους ανθρακωρύχους,
οι απεργίες αλληλεγγύης, των καθαριστριών στους κλωστοϋφαντουργούς για παράδειγμα, άρχισαν να σπανίζουν, ώσπου να εξαφανισθούν εντελώς. Το «ένας για όλους και όλοι για έναν» ξέπεσε στο «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», με αποτέλεσμα να μη σώζεται κανείς!
Αλλά, αν όλα αυτά είναι τόσον οφθαλμοφανή, η εργατική τάξη, οι εργαζόμενοι γιατί κάνουν σαν να μην τα βλέπουν; Διότι έτσι φέρονται οι εκπρόσωποί τους. Και στα συνδικάτα και στα κόμματα.
Ούτε η ΓΣΕΕ, ούτε η ΑΔΕΔΥ, ούτε η μακαρίτισσα ΠΑΣΕΓΕΣ θέλησαν ή μπόρεσαν ποτέ να ενώσουν τους εργαζόμενους, να τονώσουν την αλληλεγγύη μεταξύ τους και να υπερβούν το απλοϊκό αλλά αποτελεσματικό διαίρει και βασίλευε των αντιπάλων τους. Κι έτσι, δεν αποδεικνύονται πάνσοφοι οι Δυνατοί, αλλά άσοφοι (ή ενεργούμενα των Δυνατών) οι «εργατοπατέρες» καθώς ορθά ονόμασε ο λαός εκείνους που ψωμίζονται από την εκπροσώπησή του, αντί να αγωνίζονται για το ψωμί του.
Τα ίδια (για να μείνουμε στα τελευταία τριάντα χρόνια) και με τις συνδικαλιστικές παρατάξεις. Περισσότερο σφάζονται μεταξύ τους, παρά με τον ταξικό τους αντίπαλο. Για να έρθουμε στο σήμερα: δεν
έχει μείνει τίποτα όρθιο απ’ τον πολιτισμό της εργασίας κι όμως ακόμα το ΠΑΜΕ φοβάται μη βγάλει ιλαρά, αν συγχρωτισθεί με τους «συμβιβασμένους» του ΣΥΡΙΖΑ και τους «οπορτουνιστές» της υπόλοιπης Αριστεράς. Αλλά έτσι οι πολιτικές διαφορές μεταξύ των κομμάτων της Αριστεράς γίνονται αυτοεκπληρούμενες προφητείες διάσπασης κι όχι ενότητας. Διάσπασης κατά το divide ut regnas των Δυνατών.
Ξέρω, έχει μεγάλο δίκιο το ΠΑΜΕ να μη συναγελάζεται με τους υπόλοιπους Αριστερούς, όπως επίσης έχουν μεγάλο δίκιο οι τελευταίοι να κατηγορούν το ΠΑΜΕ για σεχταρισμό. Κι έτσι πάμε όλοι
ως πρόβατα επί σφαγήν, το καθένα με το δίκιο του.
Με αποτέλεσμα να μην υπάρχει κλάδος άσφαχτος κι εργαζόμενος απείραχτος.
Από τους εργαζομένους, εκατόν πενήντα χρόνια τώρα, είτε αγωνίζονταν όλοι για το σοσιαλισμό, είτε μέρος τους, είτε καθόλου, καθιερώθηκαν κατακτήσεις που τώρα μνέσκουν νεκρές.
Το ερώτημα δεν είναι αν τις σκότωσε ο Μάριος ο Δημοκρατικός ή ο Σύλλας ο Αριστοκρατικός. Τις σκότωσαν και οι δύο το ίδιο. Αυτοί ξέρουν να ενώνονται -οι Δυνατοί- προ του κοινού κινδύνου εκ των πληβείων, καθώς και να εφαρμόζουν εναντίον τους το διαίρει και βασίλευε.
Απ’ την άλλη πλευρά, οι πληβείοι δυσκολεύονται. Επαναστατούν κάθε 150 χρόνια ή επιβάλλουν μεγάλες μεταρρυθμίσεις κάθε 100 χρόνια. Λογικόν. Ούτε τα κράτη έχουν στα χέρια τους, ούτε την προπαγάνδα που ασκούν οι κυρίαρχες ιδεολογίες. Ενα όπλο κυρίως έχουν, την ενότητά τους, κατά το γνωστόν εκείνο «προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε», αλλά συνήθως, του ενός εκπροσώπου των προλεταρίων του ξινίζει ο άλλος.
Και το άλας της γης μωραίνεται...
Εγώ το Τέρας
Ο καπιταλισμός είναι οι κρίσεις του. Η τρέχουσα κρίση (από το 2006 - 2008) δεν τον απορρύθμισε, αντιθέτως τον σταθεροποίησε. Και στη συνέχεια τον αποθηρίωσε.
Σε προηγούμενες κρίσεις, όπως του 1929 και έως το 1973, ο καπιταλισμός αντιδρούσε με ρυθμίσεις (New deal στις ΗΠΑ), παραχωρήσεις (κοινωνικό κράτος -πάντα σε καπιταλιστικό πλαίσιο- στην Ευρώπη) ακόμα και συμβιβασμούς (Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία, αντιναζιστική [εν τέλει] συμμαχία με την ΕΣΣΔ). Αντιμέτωπος με μια ζωντανή και κατά περιόδους ισχυρή Αριστερά στο εσωτερικό των αστικών κρατών, ο καπιταλισμός, αλλά και με αντίπαλο δέος την ΕΣΣΔ, ήταν υποχρεωμένος να ελίσσεται, να εφαρμόζει κεϋνσιανές συνταγές, να αυτοσυγκρατείται και να παραμένει λελογισμένα επιθετικός.
Πάντα όμως πολεμικός. Και κατά τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις (όπως ο προπολεμικός αμερικανοϊαπωνικός ανταγωνισμός) και κατά τις επιλογές (φασιστικό και ναζιστικό πείραμα).
Ο καπιταλισμός διαχειρίστηκε τα αποτελέσματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με τον ψυχρό πόλεμο και κατίσχυσε. Με την αντεπανάσταση του Ρηγκανοθατσερισμού να θριαμβεύει και την ΕΣΣΔ να καταρρέει, ο καπιταλισμός έμεινε μόνος, κυρίαρχος στ’ αλώνι να αλωνίζει - αυτό που ο Φουκοτέτοιος ονόμασε, πριν να το μετανιώσει, «τέλος της ιστορίας».
Επρόκειτο, στην πραγματικότητα, για το τέλος της εργασίας, κατά την έννοια της πολιτικής και του πολιτισμού που οι εργαζόμενοι άνθρωποι είχαν διεκδικήσει κι επιβάλει κατά τη διάρκεια του «Αιώνα των Ακρων», του φλογερού 20ού αιώνα.
Με την παγκοσμιοποίηση ως στρατηγική, τον νεοφιλελευθερισμό ως ιδεολογία και προπαγάνδα, ο καπιταλισμός μπορούσε τώρα να επιβάλει τη νέα τάξη (εκ νέου) παντού.
Στο εξής οι κρίσεις του θα είχαν μία ειδοποιό διαφορά ως προς όλες τις προηγούμενες: δεν υπήρχε πλέον η ΕΣΣΔ. Συνεπώς οι κρίσεις αντί να απορρυθμίζουν το σύστημα, θα μπορούσαν να το ενδυναμώνουν. Προς μια κατεύθυνση ακόμα πιο απάνθρωπη, αποτρόπαιη.
Προς τούτο, η εξουδετέρωση ή η ενσωμάτωση της Αριστεράς που απέμεινε (ή και επέμενε) να σέρνεται στα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη ήταν απαραίτητη (συχνά και αναπόδραστη). Με τη σοσιαλδημοκρατία να ρέπει (σχεδόν εγγενώς) προς αυτήν την κατεύθυνση και τα ριζοσπαστικά - ακτιβιστικά αριστερά σχήματα ή κινήματα να μη συνιστούν σοβαρό κίνδυνο για το σύστημα, η διάλυση και η αυτοδιάλυση των κομμουνιστικών κομμάτων ήταν η τελευταία πράξη του δράματος.
Τώρα ο καπιταλισμός σε ήσσονα προβλήματα μπορούσε να δείχνει ένα πρόσωπο φιλελεύθερο ακόμα και «αριστερό», στα μείζονα όμως το νεοφιλελεύθερο τέρας δεν άφησε τίποτα όρθιο. Απ’ τη δεκαετία του ’90 κι ύστερα περίσσεψαν ο πόλεμος, η διαρπαγή των πόρων και η αποβλάκωση των κοινωνιών.
Με την κρίση του 2008 (και ως σήμερα) έγινε φανερό ότι ο καπιταλισμός δεν μπορούσε να μας τα παίρνει με την πίστωση (τόκους από δάνεια, κάρτες κ.τ.λ.) κι έτσι επέστρεψε στις πηγές: να μας τα παίρνει απ’ την υπεραξία που παράγουμε. Προς τούτο έπρεπε να φθηνύνει η αμοιβή της εργασίας, ώστε τα περιθώρια κέρδους απ’ την υπεραξία να φθάσουν στο μάξιμουμ. Κι έτσι η χρηματοπιστωτική κρίση έγινε εργαλείο
για τη διαμόρφωση νέων εργασιακών σχέσεων: αυτών που ζούμε. Ταυτοχρόνως, όμως, ο καπιταλισμός διατήρησε προς «όφελος» της διεθνικής αστικής τάξης όλα εκείνα τα χρηματοπιστωτικά χαρακτηριστικά που τον οδήγησαν στην κρίση του. Εξακολουθεί να παράγει τοξικές δοσοληψίες του αέρα, φούσκες, ψευδή πλούτο, ενώ οι αστοί βρίσκονται πλέον σε ανειρήνευτο πόλεμο μεταξύ τους για τη νομή του πραγματικού πλούτου. Με εξασθενημένη την ταξική πάλη ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, ο πόλεμος ανάμεσα στους ίδιους τους αστούς έχει αποθηριωθεί, με αποτέλεσμα ο πραγματικός πόλεμος μεταξύ των εθνών να έρχεται όλο και πιο κοντά.
Εχουμε πλέον να κάνουμε με ένα τέρας! Τα χαρακτηριστικά του τα βλέπουμε πια παντού, από το Βερολίνο έως την Αθήνα και από τη Μόσχα έως το Πεκίνο και την Ουάσιγκτον. Η ομογενοποίηση των πολιτικών δυνάμεων. Η απονεύρωση (και η απονέκρωση) της δημοκρατίας. Ο κρατικός αυταρχισμός με την αποθέωση της καταστολής (συχνά στα όρια του εκφασισμού, ώσπου να τα υπερβούν κι αυτά). Η επιβολή της α-νόητης γλώσσας (των ευφημισμών) και της ενιαίας σκέψης (διά της προπαγάνδας). Η καθήλωση της τέχνης σε ακίνδυνο κι επιχορηγούμενο πετ. Η εξαγορά και η ενσωμάτωση των διανοουμένων. Αυτά είναι τα γνωρίσματα και τα έργα του τέρατος. Που πρόκειται να γιγαντωθεί κι άλλο, διότι πλέον το τέρας πιστεύει ότι είναι θεός.
Για αυτό το τέρας η καλβινιστική ύβρις που ακούει στο όνομα Μέρκελ και το αριστεροδεξιό υβρίδιο που ακούει στο όνομα Ενρίκο Λέττα είναι μπιχλιμπίδια
για να τα πασάρει στους ιθαγενείς και να τρώει τις χώρες τους. Και, συνεπώς, τους ίδιους.
Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, εμείς, τα θύματα του τέρατος, τι κάνουμε; Δύσκολον το ερώτημα. Κατ’ αρχήν (για να περιοριστούμε στα καθ’ ημάς ελληνικά) ας μην απορεί η Αριστερά με την αδράνεια του λαού, όσον δεν του προτείνει στόχους, στρατηγική και τακτική, που όχι μόνον να πείθουν τον λαό, αλλά προσέτι να τον ενθουσιάζουν (όπως έγινε σε ορισμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής). Προς τούτο, ούτε η διστακτικότητα που φαίνεται να κυριαρχεί τον ΣΥΡΙΖΑ έστω προσωρινώς, ούτε πολύ περισσότερο ο αναχωρητισμός (ιδιότυπα αριστοκρατικός) του ΚΚΕ βοηθάνε τον λαό. Στον μεν ΣΥΡΙΖΑ οι γόνιμες ωσμώσεις φαίνεται να ’χουν ανακοπεί και πάντως να μένουν ακόμα εκκρεμείς, το δε ΚΚΕ με έναν αλαζονικό διδακτισμό πλένει τα χέρια του για όσους αμαρτωλούς εκ του λαού δεν λένε να δουν το φως το αληθινό.
Ολα αυτά, αν είναι έτσι, επιβαρύνουν τις προοπτικές του λαού να σπάσει, κατ’ αρχήν σε αυτήν εδώ τη χώρα, την αλυσίδα των δεδομένων που παράγει εναντίον του το τέρας.
Διότι το τέρας κάθε μέρα που περνάει δυναμώνει, η διαδικασία προς έναν φασιστικό πλέον καπιταλισμό, με έναν τεχνολογικό «μεσαίωνα» να τον καθιστά όλο και πιο άπληκτον, ανοίγεται μπροστά μας απρόσκοπτη. Το πιο ισχυρό όπλο των Δυνατών σ’ αυτό το προτσές είναι η απογοήτευση των μαζών.
Μπορεί ένα 10% ή και 20% του λαού να μην «παραδέχεται την ήττα». Κι όντως, όσο δεν παραδέχεσαι την ήττα, η ελπίδα δεν χάνεται, ο πόλεμος συνεχίζεται. Κάποτε-κάποτε όμως
αυτό το 10% ή και 20% που δεν παραδέχεται την ήττα, πρέπει να βρίσκει και τον τρόπο της νίκης.
(Προσωπικώς είμαι «ιστορικά αισιόδοξος». Μάλιστα πιστεύω ότι αυτή μου η αίσθηση δεν είναι απλώς «ευσεβής πόθος», αλλά απότοκος λογικής. Ομως, το τι πιστεύει η ταπεινότης μου δεν έχει καμμία σημασία, σημασία έχει τι πιστεύει και τι μπορεί κάθε φορά να πιστεύει η πλειοψηφία του λαού. Αν δηλαδή η πολιτική βούληση όσων παράγουν τον πλούτο θα μπορέσει κάποια στιγμή να υπερισχύσει της βούλησης εκείνων που τον τρώνε. Των παράσιτων)...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου