(Απολογούμαι , μου βγήκε λίγο μακρύ)
Έγινε πολύς ντόρος τελευταίως για τη πρόταση όπως φαίνεται της δικής μας πλευράς για την εκ περιτροπής προεδρίας. Αυτό που δεν πολυσχολιάστηκε και το βρίσκω ακόμα πιο σημαντικό είναι το δεύτερο μέρος αυτής της πρότασης - το κοινό ψηφοδέλτιο.
Για το συγκεκριμένο θέμα – τη μορφή δηλαδή της κάλπης σε εθνοτικά διχασμένες κοινωνίες, έχουν γραφτεί δεκάδες βιβλία που.... για κάποιο περίεργο λόγο δεν έχουν φτάσει στη χώρα των νεοκυπρίων (με εξαίρεση τα βιβλία των εξ ελλάδος, ηρακλείδη, συρίγου και λιάκουρα, σε κανένα άλλο επίδοξο διορθωτή του ανάν ή που προτείνει τη δική του λύση δεν υπάρχει η παραμικρή νύξη για αυτή τη βιβλιογραφία).
Γιατί όπως σωστά μας λέει ένας εκ των επιστημόνων
„in many countries, there has been until recently only a most imperfect awareness of even the commonality of problems from one country to the another: most have tended to think their problems were unique”p.268
Να το πούμε ακόμα μια φορά ; δεν είμαστε το κέντρο της γης. Υπάρχουν κι αλλού χώρες με εθνοτικές διενέξεις, και... δεν θέλω να σας ξαφνιάσω τα επιχειρήματα αυτών που τυγχάνει να είναι πλειοψηφία είναι παντού τα ίδια, και το ίδιο ισχύει βεβαίως και για τις μειοψηφίες.
Θα γίνει εδώ μια θεωρητική προσέγγιση και παρουσίαση τριών διαφορετικών εκλογικών συστημάτων. Ξεκινώντας από αυτό που εμείς ονειρευόμαστε τη «δημοκρατία», στο μοντέλο της συναινετικής δημοκρατίας που ήταν και η κύρια πρόταση μέχρι σήμερα και η πρόταση κοινού ψηφοδελτίου
Το πολιτικό σύστημα
Το πολιτικό σύστημα παρουσιάζεται ως το κυριότερο όργανο στα χέρια των μεσολαβητών αλλά και των ηγετών των κοινοτήτων, η μορφή του οποίου μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στην μετέπειτα πορεία των σχέσεων των συγκρουόμενων πλευρών. Η καταλυτική επίδραση του πολιτικού συστήματος βασίζεται στο γεγονός ότι θέτει το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθεί η πολιτική ελίτ. Οι κανόνες που θέτει το πολιτικό σύστημα διευκολύνει κάποιες αποφάσεις, στρατηγικές, ή ακόμα και ηγέτες ενώ άλλους τις περιορίζει. Σύμφωνα με ‘‘τους κανόνες του παιχνιδιού’’ οι πολιτικοί αρχηγοί ακολουθούν άλλοτε στρατηγικές συνεργασίας ή σύγκρουσης, αφού έχουν υπολογίσει τα δικά τους συμφέροντα. Ο μορφή του πολιτικού συστήματος σε διχασμένες κοινωνίες πρέπει να είναι τέτοια που να μπορεί να διευκολύνει τη συνεργασία και να τιμωρεί τη σύγκρουση.
Πριν προχωρήσουμε στις διάφορες προτάσεις πολίτικων συστημάτων πρέπει να τονιστούν κάποια πράγματα.
- Με τον όρο «πολιτικό σύστημα» δίδεται κυρίως έμφαση στο τρόπο εκλογής των πολιτικών κομμάτων, και στο πως παίρνονται (και ποίες) αποφάσεις στο νομοθετικό και εκτελεστικό επίπεδο. Το πολιτικό σύστημα δεν είναι ανεξάρτητο από τη μορφή (αν υπάρχει τέτοια) του ομοσπονδιακού μοντέλου. Τα δύο είναι αλληλοεξαρτώμενα.
- Τονίζεται ξανά και ξανά από όλους τους ακαδημαϊκούς, ανεξαρτήτως ποιο σύστημα οι ίδιοι υποστηρίζουν, ότι το πολιτικό σύστημα δεν είναι πανάκεια. Ενώ αναγνωρίζεται μεν, ως η πιο σημαντική μεταβλητή με σαφή επιρροή πάνω στις αποφάσεις των ηγεσιών, δεν είναι παρά η «μισή λύση». Η άλλη μισή είναι στα χέρια των ηγετών των κοινοτήτων. Γι αυτό γίνονται συνεχώς αναφορές σε όρους όπως πολιτική κουλτούρα, κουλτούρα συνεργασίας, παρουσία αμοιβαίας εμπιστοσύνης κλπ. Το «καλύτερο» πολιτικό σύστημα θα καταρρεύσει στα χέρια ηγετών που έχουν συμφέρον να μην λειτουργήσει.
Επίσης η μια ή η άλλη μορφή πολιτικού συστήματος δεν σημαίνει ότι θα δώσει απαραίτητα λύσεις σε προβλήματα όπως οικονομία, ανεργία, κοινωνικό κράτος, διαφθορά κ.α. προβλήματα που αναμφίβολα επηρεάζουν τη πορεία μιας χώρας. Σε χώρες όμως με εθνικό διαχωρισμό ο πρωταρχικός ρόλος του συστήματος είναι άλλος – η αποφυγή των διενέξεων.
Όπως σε κάθε ανάλυση κοινωνικών επιστημών, έτσι κι αυτή ξεκινάει με κάποιες υποθέσεις (assumptions). Αν αυτές έχουν μια βάση, τότε έχει και η υπόλοιπη ανάλυση:
- Η βασική υπόθεση είναι ότι οι δομές μπορούν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα (το περίφημο «institutions matter»). Όπου το αποτέλεσμα είναι σύγκρουση ή η αποφυγή της. (Αν εσείς θεωρείτε πχ ότι το πολιτικό σύστημα είναι το εποικοδόμημα και ότι το πρόβλημα θα λυθεί αν ανατραπεί το καπιταλιστικό σύστημα, τότε αυτή η βασική υπόθεση σε στέκει, και μπορείτε να σταματήσετε να διαβάζετε κάπου εδώ)
- Για τους εν λόγω επιστήμονες το ερώτημα από που πηγάζει το έθνος ή ο εθνικισμός (για να είμαστε σωστοί ο ακριβής όρος είναι ethnicity), δεν είναι κάτι που τους απασχολεί ιδιαίτερα. Ξεκινούν με την υπόθεση ότι αυτό είναι δεδομένο. Από τη στιγμή που οι εθνικότητες δημιουργήθηκαν και συγκρούστηκαν, η οποιαδήποτε προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος με τη δημιουργία νέας ταυτότητας θα αποτύχουν (σε αντίθεση με το Χομπσμπαουμ που θεωρεί ότι κάθε τριάντα χρόνια μια νέα ταυτότητα μπορεί να δημιουργηθεί): εν ολίγης όπως τονίζει ο Lijphart: the ethnicity factor cannot be ‘’wished away΄΄:
“Lijphart has never been tempted by constructionism. He wisely chose to accept the contending parties as existential givens. And instead of deploring their existence, challenging their legitimacy, attempting to deconstruct them, ascribing their claims or their very existence , he accepted as genuine the participants own definitions of what constituted their collective identities…Lijphart neither celebrates nor designates ethnic solidarity, but instead treats as a reality and a challenge to public policy
Η οποιαδήποτε λύση είναι δηλαδή διαχείρηση αυτού του προβλήματος. Και σε σχέση με εμάς, είναι ψευδαίσθηση να θεωρούμε ότι θα εμφυσήσουμε το κυπριωτισμό και το πρόβλημα θα λυθεί εκ δια μαγείας. (Αν εσείς πιστεύετε ότι ο κυπριωτισμός θα λύσει το πρόβλημα τότε μπορείτε να σταματήσετε το διάβασμα εδώ)
- Τρίτη βασικότατη υπόθεση – «νόμος» θα έλεγα για τους πολιτικούς επιστήμονες: τα πολιτικά κόμματα ανεξαρτήτως ιδεολογίας θεωρούνται ότι έχουν ένα και μόνο στόχο – να γίνουν εξουσία. Αν συγκεκριμένοι πολιτικοί ηγέτες αντιληφθούν ότι ο δρόμος για προσωπική εξουσία περνά μέσα από τη σύγκρουση των κοινοτήτων, δεν θα διστάσουν να το πράξουν. (Αν εσείς πιστεύετε ότι το κόμμα σας δεν είναι τυχοδιωκτικό τότε μπορείτε να σταματήσετε κάπου εδώ)
Αυτό είναι και ο μεγαλύτερος γρίφος για την πολιτική επιστήμη: Ποιο πολιτικό σύστημα είτε θα μειώσει την επιρρόη των πολιτικών που έχουν συμφέρον από τη σύγκρουση ,αυξάνοντας την επιρροή των μετριοπαθών πολιτικών, είτε θα καταφέρει να συμπεριλάβει αυτούς τους πολιτικούς στο σύστημα με τέτοιο τρόπο ώστε η συνεργασία να προτιμάται από τη σύγκρουση. Κλασσική δομική – ορθολογιστική ανάλυση.
Οι δύο σχολές : Lijphart και Horowitz
Ο Arend Lijphart
Ο Ολλανδός επιστήμονας έφερε, μέσω της δουλείας του, επανάσταση στο τομέα των πολιτικών συστημάτων. Μελετώντας τα χαρακτηριστικά δυτικών δημοκρατιών παρουσίασε μια νέα τυπολογία δημοκρατιών. Η πρώτη με κλάσικο παράδειγμα τη Αγγλία με ομοιοεγενές κράτος και πλειοψηφικό σύστημα (majoritarian democracy) όπου ο νικητής των εκλογών έχει τον απόλυτο έλεγχο εξουσίας για ένα συγκεκριμένο αριθμό ετών , μέχρι τις επόμενες εκλογές. Η δεύτερη η συναινετική δημοκρατία (consociational democracy.), με παράδειγμα το Βελγιο Αυτός ο τύπος δημοκρατίας παρουσιάζει τα εξής χαρακτηριστικά :
1. Όλα τα μεγάλα (εθνικά) κόμματα συμπεριλαμβάνονται στη διαδικασία λήψεων αποφάσεων, μοιράζονται την εκτελεστική εξουσία δημιουργώντας ένα μεγάλο συνασπισμό (grand coalition)
2. Βέτο για τη προστασία των μειονοτήτων. Ο σκοπός είναι η προώηθηση μιας παράδοσης συμβιβασμού στη διαδικασία λήψης αποφάσεων
3. (Τοπική ) Αυτονομία , σύμφωνα με την οποία η κάθε εθνοτική όμαδα έχει τον έλεγχο πάνω σε εκπαιδευτικά και πολιτισμικά θέματα. Έχει επίσης δικό της κοινοβούλιο και θέσμούς. Αυτό μπορεί να είναι μέρος ενός ευρύτερου ομοσπονδιακού συστήματος , άλλα θα μπορούσε να είναι πάρει και μια μη εδαφική μορφή.
4. proportional representation ¨Ολες οι ομάδες αντιπροσοπεύονται αναλογικά στην εκτελεστική εξουσία, στο κοινοβούλιο, στο δικαστικό σύστημα, στη δημόσια υπηρεσία συμπεριλαμβανομένου στου στρατού και των εθνικοιποιημένων εταιριών,.
Με αυτό το διαχωρισμό ο Lijphart άνοιξε ένα διάλογο περί δημοκρατίας , σαφέστατα υποστηρίζοντας το σύστημα της συναινετικής δημοκρατίας. Και αυτή είναι η μεγαλύτερη συνεισφορά του Lijphart σε αυτό το διάλογο. Η παρατήρηση ότι το πλεοψηφικό σύστημα δουλεύει σε ομοιογενής κοινωνίες ενώ σε εθνοτικά διαχωρισμένες είναι καταστροφικό. ¨Οπως λέει ο ίδιος
“Majoritarianism is both undemocratic and likely to be unworkable in plural societies. Because the interests of the different segments in a plural society diverge widely and are hard to reconcile and because voters’ loyalties tend to be rigidly tied to their own segment and tend to “float” very little, a democratic alternation in office is unlikely. Minorities that are excluded from power will probably remain excluded and will almost inevitably loose their allegiance to the regime. Hence majority rule in plural societies spells majority dictatorship and civil strife than democracy
Η βασική προυπόθεση για την ομαλή λειτουργία ενός πλειοψηφικού συστήματος «ότι οι πλειοψηφίες μπορούν να αλλάξουν», δεν υφίσταται σε εθνοτικά διχασμένες κοινωνίες. Και ο λόγος είναι η απουσία του μέσου ψηφοφόρου (the median voter). Ο μέσος ψηφοφόρος είναι η βάση της λειτουργίας αυτού του μοντέλου. Σε ομοιογενής κοινωνίες έχουμε κατά κανόνα πολιτικά κόμματα τα οποία κινούνται στο φάσμα μεταξύ αριστεράς και δεξίας, με τη κύρια μάζα (ο μέσος ψηφοφόρος δηλαδή) να είναι κάπου στο κέντρο (μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, μεταξύ εργατικών και συντηρητικών κλπ – κόμματα που είναι λίγο ή πολύ τα ίδια). Ο μέσος ψηφοφόρος μπορεί να επιλέξει σε κάθε εκλογική αναμέτρηση είτε τον ένα είτε τον άλλο – κατά συνέπεια η πλειοψηφία μπορεί να αλλάξει και η εξουσία αλλάζει χέρια.
¨Οπως έχει αποδείξει η εμπειρία, σε εθνοτικά διχασμένες κοινωνίες δεν παίζουν κανένα απολύτως ρόλο οι ιεδολογίες της αριστεράς και της δεξιάς. Τα κόμματα είναι εθνοτικά.
Σε κοινωνίες στις οποίες τα κόμματα ψηφίζονται με βαση εθνοτικά χαρακτηριστικά η πλειοψηφία δεν μπορεί να αλλάξει, όσο δεν άλλαζουν τα δημογραφικά δεδομένα. Δεν υπάρχει ο μέσος ψηφοφόρος, αφού δεν υπάρχει η μέση εθνικότητα (όπως υπάρχει το μέσο μεταξύ αριστεράς και δεξιάς). Ο ψηφοφόρος στη πράξη δεν έχει καν επιλογή – το τι θα ψηφίζει έχει καθοριστεί από τη μέρα της γένησσης του.
Αποτέλεσμα ;
Η κοινότητα η οποία είναι πλειοψηφία θα μονοπολεί την εξουσία, ενώ η μειονότητα συνεχώς θα αποκλείεται. Αυτό μπόρει να οδηγήσει σε αυτο που συχνά ονομάζεται ως η «τυραννία της πλειοψηφίας». Αν μακροχρόνια ένα μέρος του πλυθησμού αποκλείεται συστηματικά από την εξουσία, βάση των εθνικών του χαρακτιριστικών (που στο κάτω κάτω ο ίδιος δεν διάλεξε), αυτό είναι πιθανόν να οδηγήσει σε πολιτική κρίση ή και εχθροπραξίες με τη μειονότητα να ζητά ανεξαρτησία, δικαιώμα της αυτοδιάθεσης, αυτονομία, συμπερίλιψη στη ληψη αποφάσεων κλπ. Όπως μας προειδοποίει ο Horowitz
“This is (the) situation that prevailed in many Asian and African countries under free elections after independence. Ethnic parties developed, majorities took power, and minorities took shelter. It was a fearful situation, in which the prospect of minority exclusion from government, underpinned by ethnic voting, was potentially permanent…Civil violence, military coups, and the advent of single-party regimes can all be traced to this problem of inclusion-exclusion”[1]
Αυτό είναι και το κύριο χαρακτηριστικό της απόψης του Lijphart. Δεν εύχεται οι εθνοτικές διαφορές να μην υπήρχαν, ούτε θεωρεί ότι απλά μπορούν να εξαφανιστούν, αλλά τις αναγνωρίζει ως ένα υπαρκτό πρόβλημα, στο οποίο προσπαθεί να δώσει μια λύση όσο το δυνατό αναίμακτη. Και η λύση είναι η συμπερίλιψη της μειόνοτητας στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων και στο διαμοιρασμό της εξουσίας. Προυποθέτει ότι η κάθε κοινότητα καθοδηγείται από μια ελίτ , και η συμπερίληψη αυτής της ελίτ σε ένα μεγάλο συνασπισμό θα της δώσει μέρος της εξουσίας και θα μπορέσει να διαπραγματευτεί ορίσμενα δικαιώματα για τα μέλη της κοινότητας που αντιποσωπεύει.
Συναινετική δημοκρατία ήταν το σύνταγμα του 60 όπως και το σχέδιο ανάν. Συστήματα αυτού του τύπου προσπαθούν να αποτρέψουν τη δικτατορία της πλειοψηφίας. Στη προσπάθεια τους αυτή δημιουργούν όμως άλλα προβλήματα:
Η κριτική στην θεωρία του Lijphart είναι πολύπλευρη. Η κύρια μορφή κριτικής έρχεται από τον Horowitz ο οποίος έχει κάνει εκτεταμένες μελέτες σε χώρες της Ασίας και Αφρικής με εμφύλιους πόλεμους, παρουσιάζοντας τις αιτίες αλλά και διάφορες προσπάθειες επίλυσεις των κρίσεων.
Η κύρια κριτική προς τη πρόταση του Lijphart εστιάζεται στο γεγόνος ότι βασίζει τη θεωρεία του σε δυτικού τύπου δημοκρατίες (Βέλγιο, Ελβετία) που δεν έχουν βιώσει τις καταστρόφικες επιπτώσεις ενός εμφυλίου πολέμου. Η κριτική εστιάζεται κυριώς στο εξής: την απουσία κινήτρου – αφού όπως είπαμε το κόμματα έχουν μόνο ένα στόχο – την εξουσία.
Για το Horowitz η συναινετική δημοκρατία θα αποτύχει γιατί λείπει το κίνητρο. Για το λόγο ότι βασίζεται στη καλή θέληση των ηγετών αντί να λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα τους.
Ο λόγος είναι απλός: οι ηγέτες της κάθε κοινότητας βασίζονται στους ψήφους μόνο της δικής τους εθνοτικής ομάδας. Κατά συνέπεια θα νιάζονται μόνο για τα συμφέροντα της δικής τους κοινότητας. Ακόμα χειρότερα, αν τελικά αποφασίσουν να ακολουθήσουν τη στρατηγική του συμβιβασμού αντί της σύγκρουσης, μια νέα ελιτ θα ξεπηδήσει από την κοινότητα τους, θεωρώντας το συμβιβασμό ως ξeπούλημα και τους ηγέτες ως προδότες.
Το σύστημα δεν προσφέρει κίνητρο για συμβιβασμό.
Η πρόταση του Horowitz είναι σύνεπεια της κριτικής του πιο πάνω συστήματος. Στο κέντρο της πρότασης αυτής είναι το κίνητρο – το εκλογικό κίνητρο. Ο Horowitz δεν διαφωνεί απαραίτητα με συστηματα διαμερισμού εξουσίας, αλλά μετακίνει το βάρος της ανάλυσης αλλού. Το εκλογικό σύστημα πρέπει να έτσι διαμορφωμένο ώστε οι ηγέτες να εξαρτιούνται από τους ψήφους της άλλης κοινότητας. Αυτό όχι μόνο θα αναγκάσει τις ηγέσιες να δώσουν βάση στα συμφέροντα κοινοτήτων πέρα από τη δική τους (αφού χρειάζονται τους ψήφους τους), αλλά θα μειώσει το κόστος των συμβιβασμών. Ο Horowitz δεν κρύβει ότι ο στόχος αυτου του συστήματος είναι η ενδυνάμωση των μετρειοπαθών πολιτικών και η αποδυνάμωση των εθνικιστικών κομμάτων.
Αύτο το συστήμα έχει επίσης σοβαρές πιθανότητες δημιουργίας πολυεθνικών κομμάτων, αφού δίνει τα απαραίτητα κίνητρα που αποσιάζουν από τη πρόταση του Lijphart. Για παράδειγμα βάση του εκλογικού συστήματος της Νιγηρίας ο νικήτης των εκλογών έπρεπε να κερδίσει τουλάχιστο το 30% των ψηφων σε 2/3 των ομοσπονδικών κρατιδίων. Άφου καμία εθνοτική κοινότητα δεν είχε τέτοια ποσόστα σε όλες τα κρατίδια ο νικήτης έπρεπε να παρουσιάσει τέτοιο προγράμμα το οποίο να υπερασπίζεται τα συμφέροντα εθνοτικών όμαδων πέρα απο τη δική του.
Δεν ξέρω ποια ακριβώς μορφή έχει η πρόταση του χριστόφια. Άλλος τρόπος είναι οι εκ να ψηφίζουν για τον τκ πρόεδρο (και αντιστρόφως) η δική τους ψήφος όμως να μην κουβαλά το ίδιο βάρος. Μπορεί να κουβαλά π.χ. ένα βάρος της τάξης του 20% (τυχαίος αριθμός). Σημασία έχει το σύστημα να κάνει τον κάθε ηγέτη εξαρτώμενο από τους ψήφους των άλλων. Ούτως ώστε να έχει συμφέρον από τη συνεργασία και όχι από τη σύγκρουση
Horowitz Donald (2000), Ethnic Groups in Conflict, with a New Preface; The Regents of the
Shapiro Ian, Stephen Macedo (Ed) (2000): Designing Democratic Institutions, NY University, Nomos XLII
Jarstad Anna (2001): Changing the Game: Consociational Theory and Ethnic Quotas in
Lijpart Arend (1985): Power sharing in
Lijpart Arend (1999): Patterns of Democracy, Government Forms and Performance in thirty six Countries; Yale University Press
Bastian Sunil, Luckham Robin (Ed) (2003): Can Democracy Be Designed? ; The politics of Institutional Choice In Conflict-torn Societies; Zed Books Ltd
Reilly Benjamin (2001), Democracy in Divided Societies, Electoral engineering for Conflict Management, Cambridge University Press
Reynolds Andrew (Ed) (2002): The Architecture of Democracy;
Rothchild, Roeder (Ed) (2005): Sustainable Peace: Power and Democracy after civil wars ;
Schneckener Ulrich (2000): Making Power-Sharing Work: Lessons from Successes and Failures in Ethnic Conflict Regulation; InIIs- Arbeitspapier Nr. 19/2000; Unversität
Schneckener Ulrich (2002): Auswege aus dem Bürgerkrieg ; Suhrkamp Verlag Frankfurt am Main