Με το βαθμό «αντικειμενικότητας» της δικής μας σχολικής ασχολήθηκα στο προηγούμενο.
Τώρα πάμε σε αυτά που νομίζω είναι τα σημαντικά.
Σύντομα θα επαναλάβω αυτά που έχω πει και αλλού.
Δεν θεωρώ ότι διαβάζουμε ιστορία – διαβάζουμε ιστορικούς.
Δεν θεωρώ ότι υπάρχει «η ΜΙΑ ιστορική αλήθεια», αλλά απόψεις (ή τέλος πάντων ακόμα κι αν υπάρχει δεν είναι παρά μια ουτοπία. Δεν με ενοχλεί να θέτεται ως στόχος. Απλά δεν θεωρώ ότι κάποιος την κατέχει.)
Οι λόγοι:
Η ιστορία δεν είναι μόνο γεγονότα γιατί τότε θα ήταν άχρωμη, άοσμη άγευστη και τέλος πάντων χωρίς κανένα νόημα. Ο ιστορικός υποχρεούται να παρουσιάζει μια σχέση αίτιου και αιτιατού και αυτό δεν μπορεί παρά να είναι υποκειμενικό.
Τα «γεγονότα» τα ίδια έρχονται από πηγές τις οποίες τις έχουν γράψει.... άνθρωποι. Επαφίεται στον ιστορικό να αποφασίσει ποία είναι αξιόπιστα και ποία όχι.
Ο ιστορικός θα πρέπει να απαντήσει στο βασικό φιλοσοφικό ερώτημα : τι είναι αυτό που κινεί την ιστορία: ο λαός; οι τάξεις; Τα έθνη; Οι ήρωες ; η ελίτ; Οι παραγωγικές σχέσεις; Η ιδεολογία ; η οικονομία; …Οι θεοί; Ανάλογα με το τι πιστεύει σε άλλο αίτιο θα καταλήξει.
Θα πρέπει ο ίδιος να απαντήσει αν θεωρεί την ιστορία κυκλική ή γραμμική.
Σημαντικό: όταν λέμε «απόψεις» , όταν λέμε υποκειμενικότητα, όταν λέμε η ιστορία δεν είναι γεγονότα, αυτό δεν σημαίνει σχετικότητα. Η κάθε άποψη θα κριθεί σύμφωνα με τη σοβαρότητα της.
Όπως και ο κοινός ιστορικός πολύ καλά γνωρίζει (μονολότι ενίοτε φροντίζει να το λησμονεί)..’τα ίδια τα γεγονότα’ , τα ‘ωμά’ συμβάντα και εαυτά, παραμένουν φαντασιακή κατασκευή μιας αφελούς, θετικιστικά προσηλωμένης επιστημονικής συνείδησης.
Η διαπίστωση αυτή δεν οδηγεί στο σχετικισμό, η αναγνώριση του ρόλου της υποκειμενικότητας δεν υποδηλώνει μια υποταγή στις επιθυμίες και κατασκευές μιας υποκειμενικής μεθοδολογικής αυθαιρεσίας
Έτσι ώστε κατά το στάθη
να διακριβώσουμε ποιος έχει δίκιο, αν έχει κάποιος, διότι θα μπορούσε να έχουν και οι δύο (δίκιο) ή άδικο (και οι δύο) αναλόγως -δεν είναι τα πάντα «μαύρα» - άσπρα», χωρίς αυτό να σημαίνει μεταμοντερνικώς - μεταμοντερνικώς ότι ο καθένας μπορεί να έχει το δίκιο του (άνευ της ανάγκης της αποδείξεως).
Τώρα
όσον αφορά τη σχολική ιστορία η άποψη μου πιθανών να ακουστεί ακόμα «χειρότερη». Η σχολική ιστορία ήταν είναι και θα είναι προπαγάνδα. Πλύση εγκεφάλου. Η για να αφήσω τον ιστορικό Marc Ferro να το πει πιο κομψα:
«Ελέγχοντας το παρελθόν μπορεί κανείς να κυριαρχήσει ευκολότερα πάνω στο παρόν, να νομιμοποιήσει εξουσίες και διαμφισβητήσεις. ... Η ιστορία στην πράξη, ανεξάρτητα από τον επιστημονικό της προορισμό, ασκεί διπλή λειτουργία, παρηγορητική και στρατευμένη....Η θεσμοθετημένη ιστορία, (...)κυριαρχεί επειδή εκφράζει ή νομιμοποιεί μια ορισμένη πολιτική, μια ιδεολογία ή ένα καθεστώς. Είτε βρίσκεται στην υπηρεσία του Χριστού είτε του σουλτάνου, της δημοκρατίας ή κάποιας εκκλησίας, για να μην πούμε ενός κόμματος, αυτή η ιστοριογραφία παγιδεύεται στην ιστορία εν τω γίγνεσθαί».
Για τη σχολική ιστορία τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα. Γιατί άλλο είναι ο ιστορικός να παίρνει τις μεθοδολογικές/φιλοσοφικές/ιδεολογικές αποφάσεις μόνος του και άλλο να στις επιβάλλει η εκάστοτε εξουσία.
Πέρα από αυτό, τα βιβλία της σχολικής ιστορίας έχουν και να λύσουν το πρακτικό πρόβλημα του αριθμού των σελίδων, η οποία επιβάλει την επιλογή και η υποκειμενικότητα γίνεται ξανά αναπόφευκτη (Να θυμηθούμε ότι μια από τις κριτικές για το βιβλίο ρεπούση ήταν ότι έδινε πέραν του δέοντως έμφαση στη περιγραφή της κοινωνίας, και δεν έδινε αρκετό χώρο στους ήρωες)
Τέλος, υποθέτουμε ότι, όταν εσύ αγοράζεις ένα βιβλίο ιστορίας υπάρχεις σε ένα διάλογο με τον ιστορικό (σε ενθουσιάζει, σε εκνευρίζει, τον αμφισβητείς, σε κάνει να θες να διαβάσεις και το επόμενο του βιβλίο....). Το παιδί των εφτά οκτώ χρονών, δεν μπορεί να παίξει άλλο ρόλο εκτός από το ρόλο του δέκτη. Έχεις ένα καμβά άδειο και ότι χρώμα επιλέξεις αυτό θα μείνει εκεί για πάντα.
Συνέπεια όλων αυτών, θεωρώ ότι ξεκινάμε αυτή τη συζήτηση πάντα ανάποδα. Πάντα ξεκινάμε από το πως θα παρουσιάσουμε την εοκα, το γρίβα και το ακελ. Ενώ η αρχική ερώτηση θα έπρεπε να ήταν: τι πολίτες θέλουμε να δημιουργήσουμε ;
Αλλά πριν πάμε καν σε αυτό, ας ξεκινήσουμε εντελώς από την αρχή.
Με τα τελείως βασικά
Ας ξεκινήσουμε ο καθένας απαντώντας τα ερωτήματα απ την αρχή, να δούμε τι βιβλίο ιστορίας θα σύγγραφε ο καθένας από εμάς.
Κατ αρχή, τι είναι ιστορία ;
Όχι δεν είναι αστεία ερώτηση.
Αν παρουσιάζει μια μεταμοντερνική άποψη, θα συμφωνούσατε ;
ότι ιστορία είναι αυτό το κομμάτι του παρελθόντος που ο ιστορικός (σύμφωνα με τη δική του ιδεολογία ή ατζέντα) αποφάσισε να παρουσιάσει ως «ιστορικό γεγονός». Κλασσικό του παράδειγμα του E. Carr : χιλιάδες πέρασαν το ποταμό Rubicon το 49 π.χ. αλλά μόνο το πέρασμα του Ιουλίου Καίσαρα, κρίθηκε άξιο καταγραφής από τους ιστορικούς (ο κλασσικός ελιτιστής όμως δεν θα διαφωνούσε με αυτή την επιλογή του ιστορικού – αφού είναι οι ηγέτες που γράφουν ιστορία, άρα αυτό έπρεπε να καταγράψει ο ιστορικός).
Το δεύτερο θεμελιώδες ερώτημα, είναι γιατί να διδάσκουμε την ιστορία ;
Γιατί αυτό το γαμημένο μάθημα να διδάσκεται στους μαθητές; (αναφέρω δυο τρεις λόγους, ευπρόσδεκτοι είστε να προσφέρετε κι άλλους)
1. Πολλοί ισχυρίζονται ότι η ιστορία «διδάσκει». Κάτι που λίγο ή πολύ πα να πει ότι επαναλαμβάνεται ότι κάνει κύκλους, ότι διέπεται από νόμους διιστορικούς.
Ο θουκιδίδης σίγουρα αυτό ισχυρίζεται.
Όσοι θελήσουν να γνωρίσουν με ακρίβεια αυτά που έγιναν, που σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση, θα γίνουν κάποτε ξανά τέτοια ή παρόμοια.
Άμα είναι έτσι, τότε να ένας καλός λόγος να διδάσκεται η ιστορία.
Άμα όμως δε διδάσκει;
Ο Χεγκελ διαφωνεί:
Ηγεμόνες, πολιτικοί ηγέτες, λαοί παρακινούνται να διδάσκονται από την εμπειρία της ιστορίας. Όμως αυτό που διδάσκουν η εμπειρία και η ιστορία είναι ότι οι λαοί και οι κυβερνήσεις ουδέποτε έμαθαν κάτι από την ιστορία, ουδέποτε έπραξαν σύμφωνα με διδαχές που θα μπορούσαν να εξαχθούν από αυτήν. Η κάθε εποχή χαρακτηρίζεται από τόσο διαφορετικές συνθήκες, αποτελεί μια τόσο ξεχωριστή κατάσταση, ώστε ο αποφάσεις πρέπει και μπορούν να ληφθούν μόνο εντός της, μόνο μέσα από την ίδια. Στο συνωστισμό των γεγονότων που συμβαίνουν στο κόσμο, δεν εξυπηρετεί ούτε μια γενική αρχή ούτε η υπόμνηση παρομοίων συνθηκών, μια ωχρή ανάμνηση του παρελθόντος είναι ανίσχυρη μπροστά στη ζωντάνια του παρόντος. Από αυτή τη σκοπιά τίποτε δεν είναι πιο άνοστο από την επανειλημμένη επίκληση ελληνικών και ρωμαϊκών παραδειγμάτων. Τίποτε δεν διαφέρει τόσο όσο η φύση εκείνων των λαών από τη φύση της δικής μας εποχής.
Και άμα διδάσκει, τι διδάσκει;
(Να πάρουμε ένα κουραστικά επαναλαμβανόμενο παράδειγμα από το κυπριακό τύπο: Ο παραλληλισμός του χριστόφια με τον Τσάμπερλεν, και των τωρινών συνομιλιών με τη συνθήκη του μόναχου, είναι δύο γεγονότα που έχουν σοβαρά κάτι το συγκρίσιμο;....ή ξέρω γω διδάσκει η ιστορία ότι άμα έχεις το δίκιο με το μέρος σου τότε θα δικαιωθείς ; )
2. Αλλά ακόμα κι αν δεν διδάσκει. Υπάρχει και το επιχείρημα, ότι ζούμε σε ένα τόπο, γύρω μας υπάρχουν εκκλησίες, τζαμιά μνημεία, κτίρια, ταμπέλες του τύπου «εδώ πωλούνται αποικιακά», κόσμος, υποκουλτούρα, σκυλάδικα, δεν θα έπρεπε να κάνουμε το κόπο να ψάξουμε αυτά τα πράγματα από που ήλθαν ;
3. Υπάρχει βεβαίως και το άλλο. Η πρώτη κριτική στον υπουργό, που ανάφερα στο προηγούμενο. Ο σκοπός του μαθήματος της ιστορίας είναι να δημιουργήσει συλλογικότητες (ή στη δική μας περίπτωση το ελληνορθόδοξο έθνος). Στο κάτω κάτω ζούμε όλοι σε μια κοινωνία, και κάπως , με κάποιο τρόπο θα πρέπει να δημιουργηθεί ένας κοινωνικός ιστός.
Κι ας πούμε ότι διαφωνούμε με τη μορφή συλλογικότητας που θέλει να δημιουργήσει σήμερα η παιδεία. Το ερώτημα παραμένει, θα έπρεπε να δημιουργεί συλλογικότητες (εθνικές, ταξικές, του ευρωπαίου πολίτη, του παγκοσμιου πολίτη, του χριστιανού;). Είναι σωστό/λάθος να θέλεις να δημιουργήσεις συλλογικότητες;
Βεβαίως οι δύο πρώτοι λόγοι δεν έρχονται απαραίτητα σε σύγκρουση με την ιδέα της «αντικειμενικής ιστορίας» (αν κάποιος πιστέυει σε αυτήν). Ο τρίτος όμως συγκρούεται....και πολύ μάλιστα - όπως φαίνεται σε όλα ανεξαιρέτως τα βιβλία της ιστορίας ανά το παγκόσμιο.
Και τελος, ας πούμε ότι βρίκαμε σημαντικούς λόγους υπέρ της διδαχής της ιστορίας
Πάλι το ερώτημα παραμένει.
Ποιά ιστορία; Τίνος ;
Την ιστορία αυτού του τόπου;
Την ιστορία αυτού του έθνους;
Την ιστορία αυτού του κόσμου ;
............
Συνέπεια των απαντήσεων που έδωσα (ή δεν έδωσα) στα πιο πάνω η άποψη μου για τη σχολική ιστορία είναι η εξής.
Παίρνοντας ως δεδομένο ότι η σχολική ιστορία είναι πλύση εγκεφάλου ή τέλος πάντων εκ-παιδεύει, το αρχικό ερώτημα που πρέπει τα τεθεί είναι , τι είδους πολίτες θέλουμε να δημιουργήσουμε;
Πρώτα θα έπρεπε να συζητήσουμε το στόχο του μαθήματος της ιστορίας και αφού συμφωνήσουμε σε αυτόν, μετά γράφουμε και την ιστορία. Έτσι κι αλλιώς δεν κάνουμε και κάτι διαφορετικό σήμερα (όπως νομίζω αποδείξα στο προηγούμενο ποστ)
Αλλά έτσι κι αλλιώς τα αναλυτικά προγράμματα δημοτικής εκπαίδευσης (του 1996) το λένε ξεκάθαρα:
Σκοπός του μαθήματος της ιστορίας είναι να βοηθήσει τους μαθητές να γνωρίσουν τον ιστορικό βίο και την πολιτιστική κληρονομιά της Κύπρου και της Ελλάδας και να διαμορφώσουν εθνική συνείδηση ως μέλη του ελληνικού έθνους και ως κάτοικοι μιας ημικατεχόμενης κύπρου (σελ. 133)
Ποία αντικειμενική ιστορία και κουραφέξαλα;
Αυτός ήταν ο στόχος μέχρι σήμερα, και το ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι αν αυτός ο στόχος είναι ο σωστός, αν ο νέος στόχος του υπουργού είναι καλλύτερος ή χειρότερος ή απλά σύμπληρώνει το παλιό χωρίς απαράιτητα να έρχεται σε σύγκρουση μαζί του.
Και αφού αποφασίσουμε για το στόχο, τότε η δευτερη ερώτηση είναι πως επιτυγχάνεται ;
Π.χ. εθνική συνείδηση σημαίνει δημιουργώ αντιτούρκους (όπου αντιτούρκος = έλλην) ή αυτό που πρόσφατα ονειρεύοταν ο πίττας στο μπλογκ του – μαθητές να περνούν κάποιες νύχτες τους συζητώντας με φίλους και φίλες για τους στοχασμούς του Εμπεδοκλή και του Επίκουρου ;
Αυτά γιατί νομίζω πάλι μακρυγόρησα.